- ἀνθέας
- ἀνθέᾱς , ἀνά-θεάωgaze atpres ind act 2nd sg (attic)ἀνθέᾱς , ἀνά-θεάωgaze atimperf ind act 2nd sg (homeric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀνθέας — Ἀνθέᾱς , Ἄνθεας masc acc pl (doric aeolic) Ἀνθέᾱς , Ἄνθεας masc nom sg (attic epic doric aeolic) Ἀνθέᾱς , Ἀνθεύς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ανθέας — (7ος αι. π.Χ.). Ποιητής από τη Λίνδο της Ρόδου, σύγχρονος του σοφού Κλεόβουλου και των Επτά Σοφών. Περνούσε τη ζωή του σύμφωνα με τα διονυσιακά πρότυπα μαζί με τους φίλους του, τους οποίους συντηρούσε ο ίδιος. Έγραφε κωμωδίες και μαζί με τους… … Dictionary of Greek
Ἄνθεα — Ἄνθεας masc voc sg (doric aeolic) Ἄνθεας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄνθης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθέω — Ἄνθεας masc gen sg (attic epic doric ionic aeolic) Ἀνθέω̆ , Ἀνθάς masc gen sg (epic ionic) Ἀνθεύς masc acc sg (epic ionic) Ἀνθεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθέῃ — Ἄνθεας masc dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθέα — Ἀνθέᾱ , Ἄνθεας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀνθέᾱ , Ἄνθεας masc voc sg (attic doric aeolic) Ἀνθέᾱ , Ἄνθεας masc gen sg (doric aeolic) Ἀνθάς masc acc sg (epic ionic) Ἀνθέᾱ , Ἀνθεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνθε' — Ἄνθεα , Ἄνθεας masc voc sg (doric aeolic) Ἄνθεα , Ἄνθεας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄνθεαι , Ἄνθεας masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἄνθεα , Ἄνθης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
Κλεόβια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Παρθένα, η οποία έφερε στη Θάσο τη λατρεία της Δήμητρας και δίδαξε εκεί την καλλιέργεια του σιταριού. Απαθανατίστηκε από τον Θάσιο ζωγράφο Πολύγνωτο σε τοιχογραφία στους Δελφούς. 2. Σύζυγος του ηγεμόνα της Μιλήτου,… … Dictionary of Greek